Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Με αφορμή τη μεγάλη σημερινή γιορτή κατά την οποία πανυγηρίζει και η μια εκ των τριών εκκλησιών του χωριού μας, παραθέτουμε μερικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του αγίου-πολυούχου της Αίγινας.

Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς, γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης από γονείς ευσεβείς, τον Δήμο και τη Μαρία, την 1η Οκτωβρίου του 1846. Από τα πρώτα ήδη χρόνια της ζωής του έδειχνε τι επρόκειτο να γίνει αργότερα, διότι ήταν φρόνιμος, συνετός και υπάκουος στους γονείς του, οι οποίοι τον ανέτρεφαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και με κάθε δυνατή ευσέβεια.

Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στην πατρίδα του, επειδή όμως ήταν φτωχή η οικογένειά του αναγκάστηκε νωρίς να εργαστεί για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη ως υπάλληλος στο κατάστημα κάποιου συγγενούς του σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών. Επειδή ήταν πολύ φιλομαθής και θεοφοβούμενος ο νεαρός Αναστάσιος ουδέποτε παρέλειψε κατά το διάστημα αυτό τη σπουδή των ελληνικών γραμμάτων, απέχοντας παράλληλα από κάθε επιβλαβή και αμαρτωλή ροπή και συνήθεια. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εγκατέλειψε το κατάστημα και προσλήφθηκε ως παιδονόμος στο σχολείο του μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου με πολύ ζήλο δίδασκε στις κατώτερες τάξεις, διδασκόμενος παράλληλα τα μαθήματα των ανώτερων τάξεων. Όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι ετών προσλήφθηκε ως διδάσκαλος στο σχολείο του χωριού Λίθειον της Χίου, όπου εκτός των διδασκαλικών του καθηκόντων εργάστηκε για την πνευματική προκοπή των χριστιανών κατοίκων του χωριού για μια επταετία, παρέχοντας ως παράδειγμα της κατά Θεόν ζωής και πολιτείας την ίδια τη ζωή του, καθώς ζούσε βίο λιτό και ασκητικό με προσευχή και μελέτη. Επειδή ο άγιος ήταν ζηλωτής και ένθερμος θιασώτης του μοναχικού βίου, πολύ συχνά επισκεπτόταν την ιερή μονή των Αγίων Πατέρων, και εκεί συζητούσε για τις μυστικές αναβάσεις του μοναχικού βίου και της κατά Χριστόν φιλοσοφίας με τον τότε διαπρεπή στην αρετή οσιότατο γέροντα Παχώμιο, από τον οποίο μυήθηκε πολύ στα ανώτερα στάδια της πνευματικής ζωής και των χριστιανικών αρετών. Όλα αυτά δυνάμωσαν στην ψυχή του τον ήδη ενυπάρχοντα πόθο για την μοναχική ζωή και στις 7 Νοεμβρίου του έτους 1876 εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Εκεί ο άγιος μόνασε για τρία χρόνια, αφού χειροτονήθηκε διάκονος το 1877 από τον μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος. Το 1880 μετέβη στην Αθήνα, κατόπιν προτροπής και οικονομικής βοήθειας του Ιωάννη Χωρέμη, και εκεί συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια, κατόπιν συστάσεως του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου γράφτηκε το 1882 στη Θεολογική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία πήρε το πτυχίο του το 1885,διακρινόμενος πάντοτε για το ήθος και την επίδοσή του.

Μετά την ολοκλήρωση των θεολογικών του σπουδών πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 23 Μαρτίου 1886 στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Σάββα. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους προχειρίστηκε σε αρχιμανδρίτη, αναλαμβάνοντας καθήκοντα ιεροκήρυκα και γραμματέα του Πατριαρχείου αρχικά, ενώ αργότερα ανέλαβε πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονήθηκε από τον προαναφερθέντα πατριάρχη στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο μητροπολίτης της άλλοτε λαμπρής μητροπόλεως Πενταπόλεως της Αιγύπτου. Ο άγιος με μεγάλη ταπείνωση δέχθηκε το μεγάλο αξίωμα της αρχιεροσύνης, και εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως και νωρίτερα, στην Εκκλησία με προθυμία και ταπεινο- φροσύνη, αποβλέποντας στο να φανεί άξιος της μεγάλης κλήσεως της οποίας ο Θεός τον αξίωσε. Έτσι γρήγορα έγινε πρότυπο ιεράρχη μεταξύ της ιεραρχίας της Αλεξανδρείας, με την βοήθεια και των σπανίων του προτερημάτων, και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ορθόδοξο πλήρωμα της Αιγύπτου. Ωστόσο η αγαθή φήμη του και η μεγάλη αγάπη του ευσεβούς λαού προς το πρόσωπό του διήγειρε, ως μη ώφελε, αισθήματα φθόνου σε κύκλους του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, οι οποίοι κατασυκοφάντησαν τον άγιο, ότι δήθεν επιδιώκει να καταλάβει τον θρόνο της Αλεξανδρείας, υποσκάπτοντας τον πατριάρχη Σωφρόνιο. Ο τελευταίος παρασύρθηκε από τις πικρόχολες διαβολές, και ανάγκασε τον άγιο να αποχωρήσει από τον επισκοπικό του θρόνο της Πενταπόλεως και στη συνέχεια να απομακρυνθεί από την Αίγυπτο.

Ο ιερός πατέρας δέχτηκε αυτή την αδικία και πικρή δοκιμασία με μεγάλη μακροθυμία και καρτερικότητα, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του προς τον Κύριο, διότι τον αξίωσε να συκοφαντηθεί και να διωχθεί άδικα, χωρίς ο ίδιος να δώσει την παραμικρή αιτία γι’ αυτό, θυμούμενος ως γλυκιά παρηγοριά τα λόγια του Κυρίου: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι…» και «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Η απομάκρυνσή του από την επισκοπή του λύπησε βαθύτατα το ορθόδοξο ποίμνιο της Πενταπόλεως, γεγονός που μαρτυρεί και σωζόμενη επιστολή του προς τον άγιο. Μετά την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ο άγιος ήλθε στην Αθήνα μέσα στο 1889 με σκοπό να μεταβεί στο Άγιο Όροςκαινα μονάσει εκεί, μολονότι πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Πατρών αείμνηστος Δαμασκηνός, τον παρότρυναν να παραμείνει στην Ελλαδική Εκκλησία, ώστε να ωφεληθεί ο ορθόδοξος ελληνικός λαός από τα κηρύγματα του αγίου και από τον άγιο βίο του. Τελικά στις 15 Φεβρουαρίου 1891 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Ευβοίας. Στις 19 Αυγούστου 1893 μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδας και λίγο αργότερα στο νομό Φωκίδας, στον οποίο παρέμεινε μέχρι το1894. Σε όλες αυτές τις επαρχίες οι ευαγγελικές αρετές του αγίου έλαμψαν, και ο ιερός πατέρας ως άλλος απόστολος ευαγγελιζόταν την αιώνια σωτηρία στις περιοχές αυτές. Τους ζώντες στην αμαρτία παρακινούσε σε μετάνοια, τους ολιγόψυχους ενίσχυε στην αρετή, και στους πρόθυμους ενέπνεε ζήλο για το αγαθό, «γενόμενος τύπος και παράδειγμα τοις πάσιν, ίνα πάντας ή πλείονας κερδίσει».

Στις 8 Μαρτίου 1894 του ζητήθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών. Ο άγιος Νεκτάριος ήταν ο μόνος ενδεδειγμένος για τη θέση αυτή. Με την αγιότητα του βίου του, τη βαθιά μόρφωσή του και τις πατρικές του παραινέσεις επιβλήθηκε σε όλους , και η σχολή έγινε ένα πραγματικό φυτώριο των μαθητευομένων για εκκλησιαστική διακονία. Με τα σπουδαία πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα εργάστηκε αποδοτικότατα για 16 έτη, μέχρι τις 7-12-1908, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Κατά το διάστημα αυτό και παρά το φόρτο της άλλης εργασίας του, με συνεχή κηρύγματά του τόσο στο παρεκκλήσιο της Ριζαρείου Σχολής, όσο και σε άλλους ναούς της Αθήνας αλλά και του Πειραιά, συνέβαλε σημαντικά στην κατά Χριστόν οικοδομή μεγάλου αριθμού χριστιανών, καλλιεργώντας στις ψυχές τους γνήσια εκκλησιαστική συνείδηση και επιθυμία για την προσφορά εκκλησιαστικού έργου.

Μετά την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, αποσύρθηκε στην γυναικεία μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα, της οποίας την ίδρυση είχε αναλάβει από το 1904 με άδεια του Μητροπολίτη Αθηνών Θεοκλήτου, οργανώνοντας αυτή κατά το κοινοβιακό σύστημα με αυστηρό εσωτερικό κανονισμό. Εκεί ο ιερός πατέρας πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως αληθινός μοναχός και ασκητής με προσευχή και ταπείνωση, εκτελώντας καθήκοντα εφημερίου της μονής, χωρίς να πάψει να καθοδηγεί και να αναπαύει πνευματικά όσους προσέτρεχαν και ζητούσαν την βοήθειά του, ασχολούμενος παράλληλα και με άλλες εργασίες του μοναστηριού, καθώς και με τις προσφιλείς σ’ αυτόν μελέτες και συγγραφές. Πραγματικά ο άγιος Νεκτάριος έχει να εμφανίσει απ’ όλα τα στάδια της ζωής του και αξιόλογο συγγραφικό έργο, θεολογικού και πνευματικού περιεχομένου, το οποίο αποπνέει άρωμα πίστεως και ευσεβείας.

Ο άγιος Νεκτάριος έχοντας υπομείνει για ενάμιση έτος τους πόνους οδυνηρής ασθένειας, ατενίζοντας χριστιανικότατα το τέλος του βίου του, κοιμήθηκε εν Κυρίω σε ηλικία 74 ετών στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών, στις 9 Νοεμβρίου του1920. Το ιερό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Αίγινα στην ιερά μονή της Αγίας Τριάδας και τάφηκε στο προαύλιο της μονής. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 έγινε με πολλή ευλάβεια η ανακομιδή του λειψάνου του, από το οποίο ανέβλυζε ευωδία και μύρο.

Όσο ακόμη ο άγιος Νεκτάριος ζούσε, σύμφωνα με μαρτυρίες, επιτέλεσε πολλά θαυμαστά με την προσευχή του. Αλλά και μετά την κοίμησή του ενήργησε και ενεργεί αμέτρητα θαύματα δι’ αυτού η χάρη του Θεού στους προστρέχοντες πιστούς της Εκκλησίας, της οποίας η συνείδηση, ήδη πολύ πριν από την επίσημη ανακήρυξη, είχε αναγνωρίσει το Νεκτάριο ως Όσιο και Άγιο. Η επίσημη ανακήρυξη της αγιότητάς του έγινε με την υπ’ αριθμ. 260 Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 20 Απριλίου 1961, με την οποία καθορίστηκε ο εορτασμός της μνήμης του στις 9 Νοεμβρίου, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία ο άγιος εξεδήμησε εις Κύριον. Σχετικά εκδόθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας η υπ’ αριθμ. 1161 Εγκύκλιος στις 30 Ιουνίου 1961, με την οποία προτρέπεται ο ορθόδοξος λαός να εορτάζει την επέτειο της μνήμης του αγίου Νεκταρίου. Η τελετή της ανακηρύξεως έγινε στην Αίγινα στις 5 Νοεμβρίου 1961 με μεγάλη λαμπρότητα και συρροή πλήθους ευσεβών χριστιανών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, οι οποίοι με συγκινητικές εκδηλώσεις εξέφρασαν την τιμή και τον σεβασμό τους προς τον Άγιο.


(Πηγή: www.patriarchatus.hu)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου